καρδιόκερας

καρδιόκερας
(Cardioceras). Γένος ζώων της οικογένειας των στεφανοκερατιδών, που έχει εκλείψει. Ήταν κεφαλόποδα μαλάκια, με όστρακο που σκεπαζόταν από πτυχές διχασμένες προς τα έξω σε τουλάχιστον δύο κλάδους. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν σε στρώματα της μάλμιας υποδιάπλασης του καινοζωικού.
* * *
το
(παλαιοζωολ.) απολιθωμένο γένος κεφαλόποδων μαλακίων τής ομάδας τών αμμωνιτοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardioceras < cardio- (πρβλ. καρδι(ο)-) + -ceras (πρβλ. κέρας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”